διαπύλια

διαπύλια
τα
τέλη που πλήρωναν στο παρελθόν όσα υποζύγια και οχήματα έμπαιναν στην πόλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπύλιον — διαπύλιον, το (Α) στον πληθ. «διαπύλια τέλη» τέλη που εισπράττονται από δήμο ή κοινότητα για εισερχόμενα ή εξερχόμενα εμπορεύματα ή φορτία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”